τσογλάνι

τσογλάνι
και τσοκλάνι, το, Ν
1. (επί τουρκοκρατίας) παιδί χριστιανικής οικογένειας που διατελούσε στην υπηρεσία τών Τούρκων σουλτάνων
2. μτφ. αλητόπαιδο, παλιόπαιδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. coglan].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τσογλάνι — το (λ. τουρκ.) 1. χριστιανόπαιδο καλής οικογένειας που υπηρετούσε στα σουλτανικά ανάκτορα. 2. μτφ., διεφθαρμένος νέος, παλιόπαιδο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσόγλανος — ο, Ν (επιτ. τ.) τσογλάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσογλάνι + μεγεθ. κατάλ. ος (πρβλ. μούλαρ ος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”